ἀναλογία

ἀναλογία
ἀναλογία, ας, ἡ (s. λόγος; Pre-Socr. et al.; Philo; Jos., Ant. 15, 396; Just., A I, 17, 4; Ath., R. 75, 28; Iren. 1, 14, 5 [Harv. I 139, 3]) a state of right relationship involving proportion, proportion κατὰ (τὴν) ἀναλογίαν in right relationship to, in agreement w., or in proportion to (Pla., Polit. 257b; PFlor 50, 91 [III A.D.]; Lev 27:18 acc. to Field, Hexapla κατὰ ἀναλογίαν τῶν ἐτῶν. Cp. Philo, Virtut. 95) κατὰ τὴν ἀ. τῆς πίστεως in agreement w. (or in proportion to) the share of commitment one has (REB: in proportion to our faith; i.e. each gift is accompanied by a distribution of commitment or fidelity adequate for implementing the gift [s. Ro 12:3 ὡς ὁ θεὸς ἐμέρισεν μέτρον πίστεως]) Ro 12:6. For the understanding of πίστις here in the sense of ‘the Christian faith’ s. πίστις 3.—DELG s.v. λέγω. M-M. TW. Sv.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀναλογία — ἀναλογίᾱ , ἀναλογία mathematical proportion fem nom/voc/acc dual ἀναλογίᾱ , ἀναλογία mathematical proportion fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναλογία — η 1. η ορθή λογική σχέση: Τα κέρδη διανεμήθηκαν κατά αναλογία του κεφαλαίου. 2. η συμμετρική σχέση των μερών ενός συνόλου μεταξύ τους και προς το σύνολο: Υπάρχει αναλογία στα αρχιτεκτονικά μέλη του αρχαίου ναού. 3. η ομοιότητα, από ορισμένη άποψη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναλογίᾳ — ἀναλογίαι , ἀναλογία mathematical proportion fem nom/voc pl ἀναλογίᾱͅ , ἀναλογία mathematical proportion fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναλογία — Στα μαθηματικά λέγεται ότι τέσσερις πραγματικοί αριθμοί, διατεταγμένοι και διάφοροι από το μηδέν, α, β, γ, δ είναι σε α. –και γράφεται α:β = γ:δ– εάν ο λόγος α/β είναι ίσος με τον λόγο γ/δ (π.χ. οι αριθμοί 2, 1, 4, 2 είναι σε α.). Αν οι αριθμοί α …   Dictionary of Greek

  • ἀναλογίας — ἀναλογίᾱς , ἀναλογία mathematical proportion fem acc pl ἀναλογίᾱς , ἀναλογία mathematical proportion fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλογίαι — ἀναλογία mathematical proportion fem nom/voc pl ἀναλογίᾱͅ , ἀναλογία mathematical proportion fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλογίαν — ἀναλογίᾱν , ἀναλογία mathematical proportion fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλογιῶν — ἀναλογία mathematical proportion fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναλογίαις — ἀναλογία mathematical proportion fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • διυβριδισμός — Φαινόμενο κατά το οποίο διασταυρώνονται δύο γονείς που διαφέρουν κατά δύο ζεύγη κληρονομικών χαρακτήρων. Ο δ. ακολουθεί τον δεύτερο νόμο του Μέντελ, δηλαδή τον νόμο του ανεξάρτητου διαχωρισμού των κληρονομικών χαρακτήρων. Σύμφωνα με αυτόν, κατά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”